- κορσοειδής
- κορσοειδής, -ές (Α)φρ. «κορσοειδής λίθος» — πολύτιμος λίθος με φαιό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση με σημ. «κόμη τών κροτάφων» + -ειδής (< εἶδος). Η ονομ. τής πέτρας λόγω τού συχνά φαιού χρώματος τής κόμης τών κροτάφων].
Dictionary of Greek. 2013.