κορσοειδής

κορσοειδής
κορσοειδής, -ές (Α)
φρ. «κορσοειδής λίθος» — πολύτιμος λίθος με φαιό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση με σημ. «κόμη τών κροτάφων» + -ειδής (< εἶδος). Η ονομ. τής πέτρας λόγω τού συχνά φαιού χρώματος τής κόμης τών κροτάφων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορσήεις — κορσήεις, εσσα, εν (Α) βλ. κορσοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση + κατάλ. ήεις (πρβλ. ολβ ήεις, χαλαζ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”